- κατασκιρόομαι
- κατασκῑρόομαι, [voice] Pass.,A become hard or dry through age, κατεσκιρωμένης (-σκηρ- cod.)· πεπαλαιωμένης, Hsch., cf. eund.s.v. κατεσκληκότα (ubi-σκληρ- cod.).II [tense] pf.inf. κατεσκιρῶσθαι (sic cod. Patm., -σκειρῶ- cod. Phot.), = λελευκάνθαι, Apollod.Hist.Fr.107(c) J. (nisi leg. κατεσκυρῶσθαι eodem sensu).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.